οὐρά 1.2
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
νώθουρος — νώθουρος, ον (Α) ανίκανος κατά τη σεξουαλική συνεύρεση. [ΕΤΥΜΟΛ. < νωθής «νωθρός, οκνηρός» + ουρος (< οὐρά), πρβλ. κόλ ουρος] … Dictionary of Greek
νώθουρος — frigidus in venerem masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)